πελαγώνω — πελαγώνω, πελάγωσα, πελαγωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πελαγώνω — πελαγῶ, όω, ΝΜΑ [πέλαγος] νεοελλ. 1. πλέω στο πέλαγος, πελαγοδρομώ 2. μεσ. (για τόπο) προχωρώ βαθιά μέσα στη θάλασσα 3. μτφ. συναντώ μεγάλες δυσκολίες και περιέρχομαι σε αμηχανία ή σύγχυση, δεν ξέρω τί να κάνω, τά χάνω 4. μτφ. (για εμπορικές… … Dictionary of Greek
πελάγωμα — το το αποτέλεσμα τού πελαγώνω, το να περιπέσει κανείς σε αμηχανία ή σύγχυση εξαιτίας μεγάλων δυσκολιών που συναντά. [ΕΤΥΜΟΛ. < πελαγώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
ενθαλασσεύω — ἐνθαλασσεύω και αττ. τ. ἐνθαλαττεύω (Α) 1. ζω μέσα στη θάλασσα, είμαι θαλάσσιος 2. είμαι, βρίσκομαι στη θάλασσα, πλέω, ταξιδεύω 3. μτφ. βρίσκομαι σε αμηχανία συναντώντας δύσκολες περιστάσεις, πελαγώνω («ἐνθαλαττεύων τε [ο ανθρώπινος νους]… … Dictionary of Greek
πελαγώ — όω, Α βλ. πελαγώνω … Dictionary of Greek
θαλασσοπνίγομαι — θαλασσοπνίχτηκα και θαλασσοπνίγηκα, θαλασσοπνιγμένος 1. πνίγομαι κάπου στη θάλασσα ή κινδυνεύω να πνιγώ στα ταξίδια. 2. ταλαιπωρούμαι: Θαλασσοπνίγεται κάθε μέρα για να βγάλει το ψωμί του. 3. μτφ., πελαγώνω, τα χάνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)